Ρυθμίζοντας τον Ύπνο Μεγαλύτερων Παιδιών: Η Πρακτική του Co-bedding

Η πρακτική του κοινού ύπνου (ή, αλλιώς, cobedding ή bedsharing) αναφέρεται σε μία ρύθμιση ύπνου κατά την οποία το παιδί μοιράζεται την ίδια επιφάνεια ύπνου με έναν γονιό ή φροντιστή. Πρόκειται για μία πρακτική που δεν είναι ασυνήθης στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ αποτελεί τον προτιμώμενο τρόπο ρύθμισης του ύπνου στους περισσότερους μη-βιομηχανοποιημένους πολιτισμούς.

Σύγχρονες μελέτες, μάλιστα, καταδεικνύουν πως το co-bedding αποτελεί, πλέον, κίνημα στις δυτικές κοινωνίες: 45% των μανάδων επιτρέπουν στα 8-12 ετών παιδιά τους να κοιμούνται μαζί τους περιστασιακά, και 13% το επιτρέπουν συστηματικά.

 

Κατανοώντας την Πρακτική του Κοινού Ύπνου

Οι λόγοι για τους οποίους οι γονείς επιτρέπουν στα μεγαλύτερα παιδιά να κοιμούνται στο κρεβάτι τους είναι σύνθετοι και όχι απολύτως κατανοητοί. Ανέκδοτα δεδομένα καταδεικνύουν ότι τα σημερινά παιδιά παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους από ότι οι προγενέστερες γενιές. Αυτό μπορεί να οφείλεται στα υψηλότερα ποσοστά διαζυγίων, την επέκταση του εργασιακού ωραρίου, τις συχνότερες μεταβολές της καθημερινότητας, την εντονότερη πίεση για ακαδημαϊκή επίδοση. Ο κοινός ύπνος, επομένως, δεδομένης της σύγχρονης πραγματικότητας, δεν αποκλείεται να είναι ευεργετικός από κάποιες απόψεις (π.χ. καλλιεργεί την αίσθηση εγγύτητας γονέα-παιδιού, εγγυάται ένα ελάχιστο διάστημα ασφαλούς ύπνου σε αγχώδη παιδιά).

 

Οι Επιπτώσεις του Κοινού Ύπνου

Παρόλο που –σε αντίθεση με τα βρέφη- για τα μεγαλύτερα παιδιά το co-bedding δεν φαίνεται να επιφέρει κινδύνους ασφάλειας (π.χ. Σύνδρομο Αιφνίδιου Θανάτου Βρεφών/Σ.Α.Θ.Β. ή ασφυξία), ένας πρώτος κατονομασμός πιθανών αρνητικών συνεπειών επικεντρώνεται στα παράγωγα της αποστέρησης ξεκούραστου ύπνου. Σε αυτά συγκαταλέγονται η απώλεια μνήμης, η χαμηλή ενεργητικότητα, η κατάθλιψη και η παχυσαρκία, ενώ δεν απουσιάζουν οι ειδικοί που ισχυρίζονται ότι ο κοινός ύπνος μπορεί να αποτελέσει απειλή ως προς την ψυχολογική και την οικογενειακή λειτουργικότητα.

Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο κοινός ύπνος μπορεί να παρεμποδίσει την ανάπτυξη της αυτονομίας του παιδιού. Επισημαίνουν πως τα αγχώδη συναισθήματα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αίσθηση ανημπόριας διαχείρισης εχθρικών καταστάσεων ή προκλήσεων, και οι εξαρτητικές συμπεριφορές που εκδηλώνουν κάποια παιδιά κατά τη διάρκεια της ημέρας σχετίζονται με την επίγνωση της ανικανότητάς τους να κοιμηθούν μόνα τους κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Πολλά παιδιά κατά την  προεφηβεία δε γνωρίζουν πώς να είναι μοναχικά την ώρα του ύπνου, ούτε έχουν υποβοηθηθεί να μάθουν. Δεν έχει παρασχεθεί ένας ασφαλής τρόπος διαχωρισμού από τον γονιό ώστε το παιδί να μάθει να αυτορυθμίζεται ως ξεχωριστή οντότητα. Επιπρόσθετα, έχει αναφερθεί ότι co-bedding μεγαλύτερων παιδιών με έναν γονιό του αντίθετου φύλου μπορεί να προξενήσει σύγχυση και ως προς την αναπτυσσόμενη σεξουαλική ταυτότητα αυτού του παιδιού.

 

Co-bedding: Mέχρι Πότε;

Μέχρι πότε, λοιπόν, είναι αποδεκτό – ή μάλλον, για να το θέσουμε πιο εύστοχα, πότε καθίσταται ανάρμοστο – για ένα παιδί να κοιμάται μαζί με τον γονιό ή τον φροντιστή του; Τα κοινωνικά κριτήρια συγκλίνουν στην άποψη ότι το co-bedding θα πρέπει να σταματά καθώς αρχίζουν να αποσβένουν τα στοιχεία που προσδιορίζουν την «παιδικότητα» του παιδιού. Επομένως, τα πρώτα σημάδια ήβης που σχετίζουμε με την προεφηβεία αποτελούν ένδειξη ότι ο κοινός ύπνος θα πρέπει να αποτελέσει παρελθόν.

Ένα άλλο κριτήριο θα μπορούσε να είναι το σημείο στο οποίο κάποιος από τους εμπλεκόμενους αρχίσει να νιώθει άβολα με αυτήν τη ρύθμιση ύπνου. Η απόφαση για το αν το συζυγικό κρεβάτι θα παραμείνει ιδιωτικό μεταξύ του ζευγαριού, ή αν θα είναι προσβάσιμο και στα παιδιά και μέχρι πότε, θα πρέπει να παρθεί από κοινού μεταξύ των συζύγων. Εάν έστω ένας από τους δύο συζύγους εκφράσει δυσφορία ή νιώσει άβολα με την τρέχουσα ρύθμιση, τότε αυτό σηματοδοτεί την αναγκαιότητα αλλαγής της.

Σε περιπτώσεις μονογονεϊκών οικογενειών, όπου το co-bedding αφορά έναν γονιό ή φροντιστή και το παιδί, το στάδιο στο οποίο έχει επέλθει ημερομηνία λήξης του co-bedding σηματοδοτείται όταν ένας από τους δύο νιώσει ή εκφράσει την επιθυμία να κοιμηθεί ανεξάρτητα.

Δεν αποκλείεται πολλές μητέρες να βρίσκουν τη δική τους αίσθηση ασφάλειας στα παιδιά τους, έτσι ώστε ο κοινός ύπνος εξυπηρετεί τις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες περισσότερο από εκείνες του παιδιού. Αν και το να συμβεί κάτι τέτοιο είναι ανθρώπινο, η αλήθεια είναι ότι συχνά οδηγεί σε μεγαλύτερες δυσκολίες.  Είναι σημαντικό για τον γονιό να φροντίσει να βρει (αν δεν έχει ήδη) άλλα άτομα στα οποία να μπορέσει να στραφεί προκειμένου να καλύψει τις δικές του συναισθηματικές ανάγκες.

 

Ο Ρόλος του Συμβούλου

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις ρυθμίσεις του ύπνου για βρέφη και παιδιά αποτελούν συνάρτηση γονικών αξιών, κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων και πολιτισμικής παρακαταθήκης. Η κοινωνία μας προσδίδει έμφαση στην παιδική ηλικία ως μία διαδικασία απόκτησης ανεξαρτησίας, στην οποία συγκαταλέγεται η συναισθηματική ανεξαρτησία.

Ένας ειδικός ψυχικής υγείας μπορεί να παράσχει την κατάλληλη ενημέρωση ώστε κάθε οικογένεια να προβεί στις ρυθμίσεις ύπνου που πρεσβεύουν τις ανάγκες και τις προσδοκίες της. Παράλληλα, η συμβολή ενός συμβούλου μπορεί να είναι εξαιρετικά ευεργετική στο να παρασχεθεί υποστήριξη και αποφυγή τραύματος τόσο στους γονείς όσο και στα (μεγαλύτερα) παιδιά κατά την περίοδο μετάβασης από το «οικογενειακό» κρεβάτι.

Άννα Πολεμικού, Ph.D.
Νευροψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
(προσωποκεντρικης προσέγγισης)

(http://annapolemikou.blogspot.gr/)